- προγαστρίδιος
- -ον, Α1. αυτός που βρίσκεται ή τοποθετείται πριν από την κοιλιά2. το ουδ. ως ουσ. τὸ προγαστρίδιονπρόσθετη, ψεύτικη κοιλιά την οποία φορούσαν οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι ηθοποιοί προκειμένου να παρουσιάσουν στη σκηνή προγάστορες, κοιλαράδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + γαστήρ, γαστρός «κοιλιά» + επίθημα -ίδιος (πρβλ. προμετωπ-ίδιος)].
Dictionary of Greek. 2013.